- Ἀριστοφάνειον
- Ἀριστοφάνειοςof Aristophanesmasc acc sgἈριστοφάνειοςof Aristophanesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
аристофанов стих — АРИСТОФА´НОВ СТИХ (’Αριστοφάνειον μέτρον) античный десятидольный (десятиморный) стих о семи слогах следующего ритмического строения:⌣̅⌣̅⌣⌣ | ⌣̅⌣̅⌣ | ⌣̅⌣̅⌣, т. е. соединение одной дактилической и двух хореических стоп … Поэтический словарь
αριστοφάνειος — α, ο (Α ἀριστοφάνειος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη 2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος αρχ. «ἀριστοφάνειον μέτρον» το αναπαιστικό τετράμετρο … Dictionary of Greek